- ἀφελληνίζω
- ἀφελληνίζω,A hellenize, i. e. civilize thoroughly,
τὴν βάρβαρον Ph.2.567
:—[voice] Pass., [tense] aor.-ηλλήνισθη D.Chr.37.26
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὴν βάρβαρον Ph.2.567
:—[voice] Pass., [tense] aor.-ηλλήνισθη D.Chr.37.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφελληνισθῆναι — ἀφελληνίζω hellenize aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφελληνίζων — ἀφελληνίζω hellenize pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφελληνίζομαι — (AM ἀφελληνίζομαι, Α και ἀφελληνίζω) νεοελλ. αποβάλλω ή χάνω τα ελληνικά μου χαρακτηριστικά, την ελληνική συνείδηση μσν. παύω να είμαι Έλλην, δηλαδή εθνικός, ειδωλολάτρης αρχ. ( ω) εξελληνίζω, εκπολιτίζω … Dictionary of Greek
ἀφελληνίσας — ἀφελληνίσᾱς , ἀφελληνίζω hellenize aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)